- ρομφαία
- ημακρύ, πλατύ και δίκοπο σπαθί: Οι Έλληνες έζησαν σχεδόν 400 χρόνια κάτω από την απειλή της ρομφαίας των Τούρκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥομφαία — ῥομφαίᾱ , ῥομφαία large fem nom/voc/acc dual ῥομφαίᾱ , ῥομφαία large fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαίᾳ — ῥομφαίᾱͅ , ῥομφαία large fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… … Dictionary of Greek
ῥομφαίας — ῥομφαίᾱς , ῥομφαία large fem acc pl ῥομφαίᾱς , ῥομφαία large fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαίαι — ῥομφαίᾱͅ , ῥομφαία large fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαίαν — ῥομφαίᾱν , ῥομφαία large fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαιῶν — ῥομφαία large fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαῖαι — ῥομφαία large fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαίαις — ῥομφαία large fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομφαίαισι — ῥομφαία large fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)